Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

                                   
                                       
                                       ΟI ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ   

    Οι ρίζες του ελληνικού αθλητισμού μπορούν να αναζητηθούν στην Εποχή του Χαλκού. Οι πρώτες δραστηριότητες που πιθανώς συνδέονται με την έννοια της αθλητικής άμιλλας είναι τα περίφημα «ταυροκαθάψια», καθώς και σκηνές πυγμαχίας και πάλης που συναντούμε σε τοιχογραφίες, σφραγιδόλιθους και λίθινα αγγεία της Μινωικής Κρήτης και της Θήρας
Η πρώτη πραγματική περιγραφή αγώνων απαντά στη Ιλιάδα και αφορά στα «επιτάφια άθλα» που οργάνωσε ο Αχιλλέας προς τιμήν του νεκρού Πατρόκλου. Αλλά και στην Οδύσσεια,ο βασιλιάς των Φαιάκων Αλκίνοος οργανώνει αγώνες προς τιμήν του Οδυσσέα.
    Στους ιστορικούς χρόνους οι αγώνες διεξάγονταν πάντα στα πλαίσια μεγάλων θρησκευτικών εορτών. Τα στάδια ήταν άμεσα συνδεδεμένα με τα ιερά και οι αγώνες αποτελούσαν ένα είδος προσφοράς στους θεούς. Για τους περισσότερους αγώνες υπήρχαν ιδρυτικοί μύθοι που τους συνέδεαν με κάποιον τοπικό ήρωα ή τον οικιστή της πόλης, με τον καιρό όμως όλοι συνδέθηκαν με το όνομα κάποιου ολύμπιου θεού.
Στην Αθήνα, ο νομοθέτης Σόλωνας, κατέστησε το μάθημα της γυμναστικής υποχρεωτικό. Ακόμη, η πολιτεία έδινε τεράστια σημασία, στη γυμναστική αγωγή όλων των νέων καθώς οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι η υγεία του σώματος, πρέπει να συμβαδίζει με την πνευματική ανέλιξη. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε το αρχαίο ελληνικό ρητό, «Νους υγιής εν σώματι υγιή».
Ακόμη, ο Πλάτων έλεγε πως η σωματική αδυναμία και καχεξία, συμβαδίζουν με τη δειλία ενώ το γερό σώμα, προσφέρει υγεία, αυτοπεποίθηση και θάρρος στα προβλήματα της ζωής. Τα αγόρια στην αρχαία Ελλάδα, γυμνάζονταν μόνα τους, ενώ τα κορίτσια με εξαίρεση την αρχαία Σπάρτη, δεν γυμνάζονταν.Στην Σπάρτη η γυναίκα γυμναζόταν όπως οι άνδρες και ήταν γνωστή για τις αθλητικές της ικανότητες. Συμμετείχε στην πάλη,  ενώ εκπαιδευόταν στο δίσκο και στο ακόντιο.
Μεταξύ των πολυάριθμων αγώνων της αρχαιότητας, τέσσερις ήταν εκείνοι που απέκτησαν πανελλήνιο κύρος: τα Ολύμπια, που διεξάγονταν κάθε τέσσερα χρόνια στην Αρχαία Ολυμπία προς τιμήν του Διός, τα Πύθια, που διεξάγονταν επίσης κάθε τέσσερα χρόνια στους Δελφούς προς τιμήν του Απόλλωνα, τα Ίσθμια, κάθε δύο χρόνια στο Ιερό του Ποσειδώνα στην Ισθμία, και τα Νέμεια, επίσης κάθε δύο χρόνια στο Ιερό του Διός στη Νεμέα. Οι πανελλήνιοι αγώνες συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση μιας κοινής πολιτισμικής, θρησκευτικής, πολιτικής και ενδεχομένως εθνικής ταυτότητας μεταξύ των κατοίκων των ελληνικών πόλεων.

                                                           ΤΑ ΟΛΥΜΠΙΑ

    Τα Ολύμπια φαίνεται ότι ήταν οι αρχαιότεροι αγώνες αφού η παράδοση τοποθετεί την έναρξή τους στο 776 π.Χ. Αρχικά είχαν τοπικό χαρακτήρα, αλλά βαθμιαία άρχισαν να προσελκύουν και κατοίκους γειτονικών περιοχών, ώσπου τελικά καθιερώθηκαν ως ο σπουδαιότερος αθλητικός θεσμός του αρχαίου κόσμου, που διάρκεσε χωρίς διακοπή από το 776 π.Χ. έως το 393/4 μ.Χ. Η σημασία των Ολυμπιακών Αγώνων μαρτυρείται τόσο από το γεγονός ότι κατά τη διάρκειά τους διακόπτονταν οι πολεμικές δραστηριότητες (ολυμπιακή εκεχειρία) όσο και από το ότι οι Ολυμπιάδες (τα διαστήματα μεταξύ δύο Ολυμπιακών αγώνων) χρησίμευαν και ως επίσημη μέθοδος μέτρησης του χρόνου (π.χ. «το δεύτερο έτος της 10ης Ολυμπιάδας»). 
Οι άλλοι τρεις πανελλήνιοι αγώνες ήταν μάλλον μεταγενέστεροι και πάντως δεν απέκτησαν πανελλήνιο κύρος μέχρι τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. Και οι τέσσερις αγώνες μαζί αποτελούσαν μια περίοδο και αποτελούσε ιδιαίτερη τιμή για έναν αθλητή να αναδειχθεί νικητής σε όλους (περιοδονίκης).
 Μεταξύ των πολυάριθμων τοπικών αγώνων, οι γνωστότεροι ήταν τα Παναθήναια, που ελάμβαναν χώρα στην Αθήνα στη γιορτή των Παναθηναίων, χωρίς όμως να αποκτήσουν ποτέ πανελλήνιο κύρος.
 Στην αρχαία Σπάρτη επίσης, διοργανώνονταν ετήσιοι αγώνες σφαιροβολίας. Οι ομάδες που έπαιρναν μέρος λέγονταν σφαιρεις και ήταν εκπρόσωποι των λεγόμενων ωβών, δηλαδή των τοπικών οικογενειών.

              
                                                     ΑΘΛΗΤΕΣ ΚΑΙ ΝΙΚΗΤΕΣ


    Γενικότερα οι αρχαίοι χώριζαν τους αγώνες σε «στεφανίτες» ή «ιερούς», στους οποίους οι νικητές έπαιρναν ως έπαθλο μόνον ένα στεφάνι, και σε «θεματικούς» ή «χρηματίτες», συνήθως τοπικούς αγώνες στους οποίους τα έπαθλα ήταν υλικά. Οι τέσσερις πανελλήνιοι αγώνες ήταν «στεφανίτες» ενώ οι Παναθηναϊκοί «χρηματίτες».
    Η σημασία της νίκης ενός αθλητή στους αγώνες, κυρίως στους πανελλήνιους, ήταν τεράστια: κέρδιζε το θαυμασμό εχθρών και φίλων, ενώ οι συμπολίτες του τού επιφύλασσαν θερμή υποδοχή και συχνά κατεδάφιζαν τμήμα του τείχους της πόλης προς τιμήν του. Κατά την Ελληνιστική περίοδο, μάλιστα, υπήρξαν περιπτώσεις ολυμπιονικών που αφηρωίστηκαν, λατρεύτηκαν δηλαδή ως ήρωες μετά θάνατον. Δεν έλειπαν, πάντως, και τα οικονομικά προνόμια, ενώ συχνά η νίκη στους αγώνες έπαιρνε και πολιτική χροιά, καθώς ήταν το πρώτο βήμα για την εκπλήρωση προσωπικών φιλοδοξιών.


                                                        ΤΑ ΑΓΩΝΙΣΜΑΤΑ


    Δρόμος: αγώνες ταχύτητας - στάδιον, δίαυλος, οπλιτοδρομία - αγώνας αντοχής, δόλιχος
    Πένταθλο: άλμα, δίσκος, ακόντιο, δρόμος, πάλη
    Βαρέα αθλήματα: πάλη, πυγμή, παγκράτιον
    Ιππικά αγωνίσματα: αρματοδρομίες και ιπποδρομίες


                                                      ΟΙ ΧΩΡΟΙ ΑΘΛΗΣΗΣ

    Οι αθλητικοί χώροι που λειτουργούσαν ήταν το Στάδιο, το Γυμνάσιο και ο Ιππόδρομος, τους οποίους συναντάμε όχι μόνον στα μεγάλα ιερά αλλά και στις περισσότερες  ελληνικές πόλεις. Από αυτούς ο σημαντικότερος ήταν το Γυμνάσιο. Εκεί ελάμβανε χώρα η εκγύμναση των αθλητών αλλά και η προετοιμασία των εφήβων για τη στρατιωτική τους θητεία. Αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα κάθε ελληνικής πόλης και γρήγορα εξελίχθηκε σε χώρο γενικότερης μόρφωσης και καλλιέργειας πνευματικών και ηθικών αξιών, όπου συγκεντρώνονταν καλλιτέχνες, φιλόσοφοι και ρήτορες. Στα Γυμνάσια, οι νέοι ασκούσαν το σώμα και σφυρηλατούσαν το πνεύμα τους με σκοπό να γίνουν πολίτες ικανοί να συμμετάσχουν στα κοινά και να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τα τρία δημόσια γυμνάσια των Αθηνών εξελίχθηκαν σε κέντρα των σημαντικότερων φιλοσοφικών σχολών της Κλασικής περιόδου,η Ακαδημία του Πλάτωνα, το Λύκειο του Αριστοτέλη και το Κυνόσαργες του Αντισθένη.


                                                    ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ


    Οι αθλητικοί αγώνες εκτός από σημαντικότατος κοινωνικός θεσμός ήταν και μια πραγματική πηγή καλλιτεχνικής δημιουργίας. Μερικά από τα αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής πλαστικής και μεταλλουργίας, όπως π.χ. ο περίφημος Ηνίοχος των Δελφών και ο δισκοβόλος, το φημισμένο χάλκινο έργο του αρχαίου Έλληνα καλλιτέχνη Μύρωνα που χρονολογείται γύρω στο 450 π.Χ. αποτελούν αναθήματα νικητών στα αντίστοιχα ιερά, ενώ δε θα πρέπει να παραβλέπουμε τις αναρίθμητες αθλητικές σκηνές που κοσμούν μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία και, βέβαια, την ποίηση που αναπτύχθηκε σε σχέση με τους αγώνες, με κυριότερους εκπροσώπους το Βακχυλίδη, το Σιμωνίδη και τον Πίνδαρο.


Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ



 
   Η ιστορία της επιστήμης στην αρχαία Ελλάδα, ξεκινάει με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Την εποχή εκείνη η επιστήμη και η φιλοσοφία δεν αποτελούσαν ξεχωριστά αντικείμενα όπως σήμερα. Η δίψα για γνώση ξεκινούσε από φιλοσοφικά ερωτήματα σχετικά με τη φύση του ανθρώπου και του κόσμου. Οι απαντήσεις δίνονταν μέσα από έναν φιλοσοφικό τρόπο σκέψης και όχι με μεθόδους που θεωρούμε σήμερα “επιστημονικές". Έτσι η αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία γέννησε την Επιστήμη κι όχι αντίθετα. Η φιλοσοφία αγκάλιαζε και δικαιολογούσε την επιστημονική έρευνα, με την έννοια που εμείς δίνουμε σήμερα στην επιστήμη.

   Η Φυσική Φιλοσοφία των Προσωκρατικών αποτέλεσε τη γέφυρα που συνέδεσε τον αρχαίο μυστικισμό και τη φιλοσοφία, με την επιστήμη και τη φιλοσοφία της κλασσικής Ελλάδας η οποία αποτέλεσε το λίκνο αυτού που σήμερα ονομάζουμε “Δυτικό πολιτισμό". Σ’ αυτήν μπορούμε να διακρίνουμε δύο τάσεις.

α. Η μία πιο μυστικιστική που ακολουθεί την παράδοση και το θρησκευτικό μυστικισμό των Ορφικών αντιπροσωπεύεται απ’ τον Πυθαγόρα.

β. Η άλλη προσπαθεί να αποσπασθεί από την παράδοση και να εκφράσει τη δομή και την οργάνωση της Φύσης με διαφορετική μέθοδο και ορολογία και αντιπροσωπεύεται από τους Ίωνες φιλοσόφους (Ηράκλειτος, Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης) καθώς και από τους Ελεάτες (Ζήνωνας, Παρμενίδης).

   Οι προσωκρατικοί ονομάστηκαν “Φυσικοί Φιλόσοφοι” επειδή προσπαθούσαν μέσα απ’ τη μελέτη της φύσης να πλησιάσουν και να γνωρίσουν την “Πρώτη Αρχή” που κινεί τα πάντα. Επιχείρησαν να ερευνήσουν τους Νόμους της Φύσης, ανάγοντας την όλη δομή του Σύμπαντος σε κάποιο “υλικό στοιχείο Έτσι προκύπτουν διαφορετικές θεωρήσεις:

α. ο Θαλής ο Μιλήσιος θεωρεί αρχή των πάντων το “Υδωρ” και βλέπει έναν θεό μέσα σε καθετί [1],

β. ο Αναξίμανδρος το “Άπειρο”,

γ. ο Αναξιμένης τον “Αέρα”,

δ. ο Ηράκλειτος το “Πυρ”

ε. και ο Παρμενίδης το “Ον".

   Αυτές οι θεωρήσεις οδήγησαν στο να χαρακτηριστούν “Υλοζωιστές” (δηλ. “αυτοί που πιστεύουν ότι η ύλη είναι ζωντανή”) επειδή έδιναν έμβια χαρακτηριστικά σε άψυχα στοιχεία (νερό, αέρας, φωτιά). Αλλά όλες αυτές οι διαφορετικές θεωρήσεις αποτελούν όψεις μιας Πρώτης Αιτίας που για τους προσωκρατικούς ήταν ο στόχος της μελέτης τους. Η έρευνα στρέφεται απ’ το εξωτερικό περιβάλλον προς το εσωτερικό του ανθρώπου. Η Φιλοσοφία και η Ηθική κυριαρχούν. Το ενδιαφέρον για τη γνώση δεν έχει χαθεί, απλά αυτή αλλάζει αντικείμενο και στόχο.

   Στα έργα του Πλάτωνα - στα οποία διακρίνονται έντονες πυθαγόρειες επιδράσεις - η Γεωμετρία και τα Μαθηματικά έχουν μια ξεχωριστή θέση. Αποτελούν εργαλεία για να γνωρίσει ο άνθρωπος τον εαυτό του και τους κρυμμένους νόμους της φύσης, να πλησιάσει το Ον. Η φράση“Ουδείς αγεωμέτρητος εισί”(= ας μην εισέλθει κάποιος αγεωμέτρητος) που δέσποζε στην είσοδο της Ακαδημίας, έκφραζε την πλατωνική θεώρηση που ήθελε τη φύση οργανωμένη με μαθηματικούς νόμους και αναλογίες, αποτυπωμένους σ’ ένα “γεωμετρικό” μοντέλο του κόσμου. Στον έργο του “Τίμαιος” ο Πλάτωνας σχεδιάζει μια κοσμογονία σύμφωνα με μια πυθαγόρεια γραμμή και παρουσιάζει τη μουσική να στηρίζεται σε μαθηματικούς λόγους.


   Μετά τον Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης δίνει μια νέα ώθηση στην επιστημονική μεθοδολογία. Δίχως να παραγνωρίζει τη μεταφυσική όψη της, ο Αριστοτέλης κατευθύνει την έρευνά του σε πιο πρακτικούς στόχους. Μελετά τον άνθρωπο και τη φύση συστηματοποιώντας την έρευνα σε τομείς παρόμοιους με αυτούς της σημερινής επιστήμης.Ουσιαστικά η νοοτροπία του σημερινού πολιτισμού βασίζεται στο αριστοτέλειο ορθολογιστικό μοντέλο σκέψης, το οποίο επικράτησε στα χρόνια της Αναγέννησης έναντι του πλατωνικού μεταφυσικού μοντέλου. Η ταξινόμηση, η παρατήρηση, το πείραμα, η ανάλυση, αν και δεν χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά απ’ τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, αποτέλεσαν τον άξονα της θεώρησής του για τον κόσμο. Αργότερα η αριστοτέλεια μεθοδολογία θα υιοθετηθεί απ’ τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό απ’ τον οποίο ξεπήδησε η επιστήμη των ημερών μας.

   Στα ελληνιστικά χρόνια, (323-30 π.Χ.) αν και δεν έχουμε μια “επιστημονική επανάσταση”, αναπτύσσεται έντονη ερευνητική δραστηριότητα σε επιστήμες όπως τα Μαθηματικά, η Μηχανική και η Αστρονομία. Παρουσιάζονται σπουδαίοι μαθηματικοί (Ευκλείδης, Αρχιμήδης,Απολλώνιος) και αστρονόμοι (Ίππαρχος). Την ίδια εποχή οι Αιγύπτιοι αλχημιστές προσπαθούν να ερμηνεύσουν τις χημικές αντιδράσεις με την αριστοτέλεια λογική κάνοντας βήματα προς τη μεταγενέστερη “επιστημονική χημεία".



                                                         ΑΣΤΡOΝΟΜΙΑ
 
   Τις πρώτες Αστρονομικές θεωρήσεις μπορούμε να τις αποδώσουμε στους Πυθαγόρειους αστρονόμους - μαθηματικούς, που προσπαθούσαν μέσα απ’ τα Ιερά Μαθηματικά τους να ανακαλύψουν τις αρμονίες του Σύμπαντος. Το μοντέλο του ηλιακού μας συστήματος που προτείνουν, περιλαμβάνει μια Κεντρική Εστία γύρω απ’ την οποία περιστρέφονται όλα τα ουράνια σώματα που βρίσκονται κοντά στη Γη. Παρουσιάζουν δηλ. ένα ηλιοκεντρικό σύστημα 2.000 χρόνια πριν απ’ τη διατύπωσή του απ’ τον Κοπέρνικο.
Επίσης πρώτος ο Πυθαγόρας (585 ή 565 - 500; π.Χ.) αναφέρεται στη σφαιρικότητα της Γης. Αργότερα την ίδια άποψη υποστήριξαν ο Ικέτας και ο Έκφαντος οι οποίοι δίδαξαν και την περιστροφή της Γης γύρω απ’ τον άξονά της. Στον αντίποδα των πυθαγορείων υπολογισμών - και στην ίδια εποχή - ο Αναξίμανδρος δεχόταν τη Γη μετέωρη στο διάστημα, αλλά και σαν κέντρο του κόσμου.
Αργότερα ο Πλάτωνας (428-348 π.Χ.) προσπάθησε να παρουσιάσει ένα ηλιοκεντρικό μοντέλο με την αντίληψη της ομαλής κυκλικής κίνησης των ουρανίων σωμάτων γύρω απ’ την κεντρική εστία, θέλοντας ίσως να δώσει μια νομοτελειακή και μαθηματικά αρμονική όψη του Σύμπαντος. Επηρεασμένος απ’ τις πλατωνικές ιδέες ο Εύδοξοςπαρουσιάζει την υφήλιο σαν ένα σύστημα ομόκεντρων σφαιρών. Σε κάθε πλανήτη  αποδίδει τέσσερις ομόκεντρες σφαίρες, ενώ στον Ήλιο και τη Σελήνη τρεις.
Ο Αριστοτέλης (384-323/2 π.Χ.) υιοθέτησε το μοντέλο του Εύδοξου, άλλαξε όμως το κέντρο του. Παρουσιάζει τον κόσμο σαν “κρεμμύδι” που αποτελείται από 55 ομόκεντρες σφαίρες, στο κέντρο των οποίων βρίσκεται η Γη. Το γεωκεντρικό σύστημα του Αριστοτέλη έμελλε να επικρατήσει σ’ όλο τον δυτικό κόσμο μέχρι τον 16ο αι. μ.Χ., αφού υιοθετήθηκε απ’ την χριστιανική κοσμοθεωρία που επικράτησε τους πρώτους αιώνες μ.Χ.
Κάποια σκοτεινά σημεία που άφηνε η αριστοτέλεια άποψη για τον κόσμο, προσπάθησε να διορθώσει ο Ηρακλείδης ο Πόντιος (4ος αι. π.Χ.), φτάνοντας στην υπόθεση ότι ο Ερμής και η Αφροδίτη κινούνται γύρω απ’ τον Ήλιο κι όχι γύρω απ’ τη Γη. Πάντως και γι’ αυτόν ο Ήλιος και οι υπόλοιποι πλανήτες περιστρέφονται γύρω απ’ τη Γη. Για να εξηγήσει δε τις ημερήσιες κινήσεις των ουρανίων σωμάτων δέχτηκε ότι η Γη περιστρέφεται και η ίδια γύρω απ’ τον άξονά της.
Παρόλα αυτά η ιδέα ενός ηλιοκεντρικού συστήματος και της σφαιρικής Γης δεν είχε ακόμα εγκαταλειφθεί. Την διατυπώνει ξανά ο Αρίσταρχος ο Σάμιος τον 3ο αι. μ.Χ.
Γύρω στο 235 π.Χ. Ο Ερατοσθένης, υπεύθυνος της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, υπολογίζει τη περίμετρο της Γης μετρώντας τη σκιά ενός ραβδιού και την βρίσκει ίση με 40.000 χλμ., σχεδόν όσο την υπολογίζουν και οι σημερινοί επιστήμονες με τα σύγχρονα μέσα. Το “σφάλμα” του Ερατοσθένη θεωρείται μηδαμινό. Ο ίδιος μάλιστα θεμελίωσε την επιστημονική Γεωγραφία και σχεδίασε έναν χάρτη του τότε γνωστού κόσμου που περιλάμβανε ένα τμήμα της Ευρώπης, ένα της Ασίας και ένα της Β. Αφρικής.
 Μια ακόμα μεγάλη μορφή της Αστρονομίας εμφανίζεται γύρω στο 130 π.Χ.: ο Ίππαρχος. Υποστηρικτής κι αυτός του γεωκεντρικού συστήματος, δεν τοποθετεί τη Γη στο γεωμετρικό κέντρο μιας κυκλικής τροχιάς, αλλά σ’ έναν έκκεντρο κύκλο στον οποίο ο πλανήτης μας κατείχε τη θέση έκκεντρου. Έτσι έλυσε κάποιες ανισότητες και μη κανονικότητες που παρατηρούνταν στις κινήσεις του Ήλιου και της Σελήνης και δικαιολόγησε την ανισότητα στη διάρκεια των εποχών. Παρατήρησε επίσης το φαινόμενο της μετάπτωσης των ισημεριών (σχήμα 1) και έδωσε τις μαθηματικές μεθόδους που επέτρεπαν τον υπολογισμό του γεωγραφικού μήκους.

Σχήμα 1
Η μεταπτωτική κίνηση του γήινου άξονα κλείνει έναν κύκλο κάθε 25.800 χρόνια περίπου. Γι’ αυτήν είχε μιλήσει ο Ίππαρχος γύρω στο 130 π.Χ. Στην Ευρώπη ξανάγινε γνωστή τον 16ο αι. απ’ τον Νικόλαο Κοπέρνικο.

Την εικόνα που έχει σχηματιστεί για την Αστρονομία στην αρχαία Ελλάδα ήρθε να συμπληρώσει κάποιο ένα αρχαιολογικό εύρημα: ο “αστρολάβος των Αντικυθήρων” του 1ου αι. π.Χ. Πρόκειται για ένα σύστημα από 20 αλληλοεξαρτώμενους οδοντωτούς τροχούς που κινούσε κάποιους δείκτες μπροστά σε τρεις πλάκες με διαβαθμίσεις. Η κίνηση αυτή των τροχών έδειχνε την πορεία του Ήλιου, την πορεία και τις φάσεις της Σελήνης και τις κινήσεις ορισμένων πλανητών.



                                                                ΦΥΣΙΚΗ

    Η μελέτη των φυσικών φαινομένων ξεκινάει όπως προαναφέρθηκε απ’ τους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Οι θεωρίες που αναπτύσσονται για την σύσταση και την ουσία του σύμπαντος, φαίνονται ακατανόητες απ’ τον σημερινό πολιτισμό (τουλάχιστον αν παρθούν κατά γράμμα και δεν γίνει μια συγκριτική μελέτη πάνω σ’ αυτές).
Οι ατομικοί φιλόσοφοι (Λεύκιππος, Δημόκριτος, Επίκουρος) υποστηρίζουν ότι καθετί στο Σύμπαν (έμψυχο ή άψυχο) απαρτίζεται από μικροσκοπικά αδιαίρετα κομμάτια ύλης, τα ά-τομα. Οι διάφοροι συνδυασμοί των ατόμων (μόρια) παράγουν όλους στους σχηματισμούς της φύσης.
Τι κρύβονταν όμως πίσω απ’ όλα αυτά; Τι κινούσε τους κόσμους; Ποια η φύση και οι ιδιότητες της Πρώτης Αιτίας; Τέτοιου είδους ερωτήσεις - που η σημερινή επιστήμη κατατάσσει στο χώρο της “μεταφυσικής” - έθεσαν οι φυσικοί φιλόσοφοι της αρχαίας Ελλάδας. Μέσα από ένα πλήθος θεωριών ξεχωρίζουν δύο:
α. η άποψη του Ελεάτη φιλόσοφου Παρμενίδη που περιγράφει την “βασική αιτία” των πραγμάτων να είναι σταθερή, αμετάβλητη και αδιάφθορη (το αμετάβλητο “Ον” του Παρμενίδη)
β.  και η αντίθετη άποψη του Ηράκλειτου ο οποίος διακήρυσσε ότι “Τα Πάντα Ρει” δηλ. ότι τα πάντα υπόκεινται σ’ ένα συνεχές γίγνεσθαι.
Ίσως όμως τελικά να μην πρόκειται για δύο αντίθετες θεωρίες, αλλά αυτές να αλληλοσυμπληρώνονται με μια πιο “φιλοσοφική” ματιά - με παρόμοιο τρόπο που τα διαφορετικά “θεμέλια στοιχεία” των προσωκρατικών (ύδωρ, αήρ, πυρ, άπειρο) αποτελούν όψεις της ίδιας Αρχής.
Συγκεκριμένες όμως προόδους έχουμε από τους Πυθαγόρειους στον τομέα της Ακουστικής. Αυτοί είχαν ανακαλύψει ότι ο ήχος ήταν αποτέλεσμα δονήσεων που μεταδίδονταν μέσω του αέρα. Ο ίδιος ο Πυθαγόρας είχε διαγνώσει τους αριθμητικούς λόγους των συγχορδιών και είχε εφεύρει τον “κανόνα".
Σημαντική στην Φυσική είναι και η συνεισφορά του Αριστοτέλη. Ο μαθητής του Πλάτωνα ανάμεσα στα άλλα θέματα με τα οποία πραγματεύεται, θέτει τις βάσεις μιας Μηχανικής της κίνησης των σωμάτων παρόμοιας με αυτήν του Νεύτωνα (17ος αι. μ.Χ.). Υποστηρίζει ότι η ύπαρξη συνεχούς κίνησης προϋποθέτει την ύπαρξη μιας συνεχούς αιτίας: μιας δύναμης που δρα πάνω στο κινούμενο σώμα. Μάλιστα η ποιότητας της κίνησης των σωμάτων κάνει τον Αριστοτέλη να χωρίσει το σύμπαν σε δύο περιοχές:
α. στη γήινη περιοχή, την οποία χαρακτηρίζει η ευθύγραμμη κίνηση και
β. στη ουράνια περιοχή που χαρακτηρίζει από την κυκλική κίνηση.
Οι περιοχές αυτές διέπονται απ’ τους δικούς τους νόμους η καθεμιά και ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τους νόμους της δεύτερης για να εξηγήσει τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων του γεωκεντρικού του συστήματος.
 Ο Αρχιμήδης μαθηματικός, φυσικός και μηχανικός του 3ου αι. π.Χ. δεν ασχολείται μόνο με τη θεωρητική μελέτη των φυσικών φαινομένων, αλλά τα περιγράφει με μαθηματικά μοντέλα και προχωράει σε τεχνολογικές εφαρμογές και εφευρέσεις. Μελετάει τη μηχανική των μοχλών και ασχολείται με μηχανικές κατασκευές: πολύσπαστο (σχήμα 2), ατέρμων κοχλίας, ελικοειδής αντλία κ.ά.
Σχήμα 2 Πολύσπαστο. (Μια σειρά τροχαλιών έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση της απαιτούμενης μυϊκής δύναμης για την ανύψωση βάρους)
Με το έργο του “Περί επιπέδων ισορροπιών” καθιερώνεται ως θεμελιωτής της Στατικής. Διατύπωσε επίσης και νόμους της Υδροστατικής (π.χ. άνωση) γράφοντας δύο βιβλία με τον τίτλο “Περί των εν υδάτι εφισταμένων ή περί οχουμένων.
Στον τομέα της Μηχανικής πρέπει ακόμα να σημειώσουμε τις γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων για τη δύναμη του ατμού, την οποία όμως δεν εκμεταλλεύτηκαν με τον τρόπο που έγινε τον 18ο και 19ο αι. στην Ευρώπη.
Έντονη δραστηριότητα σημειώνεται και στον τομέα της Οπτικής. Ο Πλάτωνας θεωρεί ότι το φως είναι “πυρ” ή “κάτι σαν πυρ”· αντίθετα ο Δημόκριτος υποστηρίζει ότι είναι “ακτινοβολία από μικρότατα σωματίδια”.
Αργότερα ο Εμπεδοκλής (490-430 π.Χ.) θεωρεί ότι το φως είναι “κίνηση” και έτσι θα πρέπει να διαδίδεται με κάποια συγκεκριμένη ταχύτητα (μια θεώρηση που εξετάζεται ξανά μόνο στην σύγχρονη εποχή με την μέτρηση της ταχύτητας του φωτός).



                                                              ΙΑΤΡΙΚΗ
 
    Ο Ασκληπιός ήταν ο θεός της Ιατρικής στην αρχαία Ελλάδα. Τα ιερά του, που είναι διασκορπισμένα σ’ όλο τον ελληνικό χώρο, ήταν παράλληλα και θεραπευτικά κέντρα. Οι ασθενείς που κατέφευγαν στα “Ασκληπιεία” υποβάλλονταν στη διαδικασία της “εγκοίμησης” (αφού προηγούνταν καθαρμοί), κατά την οποία στον κοιμισμένο ασθενή παρουσιαζόταν ο ίδιος ο Ασκληπιός είτε για να τον θεραπεύσει είτε για να του δώσει συμβουλές.
Εξέχουσα μορφή στο χώρο της ιατρικής αποτελεί ο Ιπποκράτης (Κω 460 π.Χ.-Λάρισα 380 π.Χ.). Ξεχωρίζει τη θρησκεία απ’ την Ιατρική και βάζει τις βάσεις για τη σημερινή “επιστημονική ιατρική Το έργο του “Αφορισμοί” αποτελεί βασικό ιατρικό σύγγραμμα μέχρι και τον 18ο αι. Η θεωρία του για τους χυμούς του ανθρώπινου σώματος (αίμα, φλέγμα, κίτρινη χολή και μαύρη χολή), επηρέασε για πολλούς αιώνες την Ιατρική. Τα υγρά αυτά έπρεπε να βρίσκονται στις σωστές αναλογίες στο ανθρώπινο σώμα για να είναι αυτό υγιές και η ανθρώπινη προσωπικότητα ισορροπημένη. Στην ιστορία επίσης έχει μείνει ο ηθικός του κώδικας στον οποίο καθορίζει την αποστολή και τα καθήκοντα του γιατρού. Ακόμα και σήμερα οι γιατροί παίρνουν τον “Ορκο του Ιπποκράτη” για να ασκήσουν το ιατρικό επάγγελμα.
Ο μαθητής του Πυθαγόρα, ο Αλκμαίων μπορεί να θεωρηθεί ιδρυτής της Εμβρυολογίας, αφού μελέτησε την ανάπτυξη του εμβρύου, περιέγραψε τη διαφορά μεταξύ αρτηριών και φλεβών ενώ ανακάλυψε και τη σύνδεση εγκεφάλου και ματιού μέσω του οπτικού νεύρου. Ο Αριστοτέλης επίσης πρόσφερε πολλά στην Ιατρική με τις βιολογικές του έρευνες.
Αργότερα ιδρύονται οι πρώτες ιατρικές σχολές, όπως η περίφημη σχολή της Αλεξάνδρειας που αποτέλεσε κέντρο της ιατρικής επιστήμης και κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Εξέχουσες μορφές της θεωρούνται ο Ηρόφιλος (πατέρας της Ανατομίας) και ο Ερασίστρατος (πατέρας της Φυσιολογίας).
Ο δεύτερος μεγάλος γιατρός της αλεξανδρινής εποχής, ο Ερασίστρατος, γεννήθηκε στην Κέα. Απέρριπτε (όπως και ο Ηρόφιλος) την θεωρία των χυμών του Ιπποκράτη. Η συμβολή του εντοπίζεται στους τομείς της Φυσιολογίας και της Παθολογίας. Η μελέτη του για την κυκλοφορία του αίματος τον οδήγησε σε χρήσιμα συμπεράσματα που χρησιμοποιούσε για την θεραπεία ασθενειών. Θεωρούσε π.χ. ότι η σωστή κυκλοφορία του αίματος συντελούσε στην υγεία, ενώ η παρεμπόδιση της κυκλοφορίας του εξαιτίας της πλήρωσης των αγγείων με αίμα και του πλεονάσματος τροφής, οδηγούσε σε αρρώστιες.
Αντίθετος στην άποψη του Αριστοτέλη περί χυμών, ο Ασκληπιάδης (γεν. το 124 π.Χ. στη Βιθυνία), επηρεασμένος απ’ την άποψη του Δημόκριτου για το ά-τομο υποστηρίζει ότι οι ασθένειες προέρχονται από σύσφιγξη ή χαλάρωση των δομικών στοιχείων του οργανισμού (των ατόμων). Ο ίδιος δίδει ιδιαίτερη σημασία στις ψυχικές παθήσεις και προσπαθεί να εφαρμόσει θεραπείες που περιελάμβαναν τη δημιουργική απασχόληση του ασθενή (απασχολησιοθεραπεία), το άκουσμα κατευναστικής μουσικής, καθώς και σωματικές ασκήσεις. Η μετάβαση του στη Ρώμη γύρω στο 91 π.Χ. συντελεί σε μεγάλο βαθμό στην μετάδοση ιατρικών γνώσεων της Ελλάδας στη Ρώμη.



                                                              ΒΙΟΛΟΓΙΑ

   Πέρα απ’ τις θεωρίες των προσωκρατικών Αναξίμανδρου και Αναξιμένη για την προέλευση της ζωής, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο έργο του Αριστοτέλη για την συστηματική κατάταξη των ζώων· τα χώρισε σε «άναιμα» (δίχως αίμα: κεφαλόποδα, ανώτερα καρκινοειδή, έντομα και οστρακόδερμα) και «έναιμα» (με αίμα: θηλαστικά εκτός απ’ τα κητώδη). Η έρευνά του επεκτάθηκε στην κληρονομικότητα. Παραδέχτηκε ότι τα είδη μεταβάλλονται, αρνούνταν όμως κάθε φυσική επιλογή (μοντέλο δαρβινισμού). Το έργο του συνέχισε ο μαθητής του Θεόφραστος συνενώνοντας πολλά είδη σε ένα “γένος".
Στα ελληνιστικά χρόνια ξεχωρίζει το έργο του Ηρόφιλου ο οποίος - όπως είδαμε και παραπάνω - έκανε ανατομές ανθρωπίνων πτωμάτων και τα σύγκρινε με ζώων για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο εγκέφαλος είναι το κέντρο του νευρικού συστήματος και έδρα της σκέψης. Επίσης ο σύγχρονός και αντίζηλός του Ερασίστρατος μελέτησε την κυκλοφορία του αίματος και υποψιάστηκε την παρουσία τριχοειδών αγγείων.